ἐγκάθετος — put in secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάθετος — η, ο (AM ἐγκάθετος, ον) αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός αρχ. θετός γιος … Dictionary of Greek
ἐγκαθέτως — ἐγκάθετος put in secretly adverbial ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετον — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc sg ἐγκάθετος put in secretly neut nom/voc/acc sg ἐγκαθίημι let down aor imperat act 2nd dual ἐγκαθίημι let down aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτου — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτους — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθέτων — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen pl ἐγκαθίημι let down aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάθετοι — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέλευστος — ἐγκέλευστος, ον (Α) εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός … Dictionary of Greek
ενετός — ἐνετός, ή, όν (AM) [ἐνίημι] 1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος 2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι 3. βαλτός, εγκάθετος … Dictionary of Greek